August 9, 2025
2 min read
Μια παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ορίζεται βάσει του άρθρου 4 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) ως “η τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, άνευ αδείας κοινολόγηση ή πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία” (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679). Η ανάλυση πρόσφατων περιστατικών αναδεικνύει ότι οι παραβιάσεις μπορούν να συμβούν τόσο από ακούσιο σφάλμα όσο και από εσκεμμένη επίθεση. Οι συνήθεις φορείς περιλαμβάνουν:
Ο GDPR επιβάλλει στο Άρθρο 33 ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων πρέπει να αναφέρουν κάθε παραβίαση στην αρμόδια εποπτική αρχή εντός 72 ωρών από τη στιγμή που θα λάβουν γνώση αυτής. Η μη συμμόρφωση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά διοικητικά πρόστιμα.
Βασικά ευρήματα από εμπειρικές έρευνες καταδεικνύουν τον αντίκτυπο των παραβιάσεων δεδομένων σε οργανισμούς και άτομα:
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απαίτηση αναφοράς του Άρθρου 33 οδήγησε σε αύξηση των γνωστοποιήσεων παραβιάσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, με περισσότερες από 160.000 παραβιάσεις να έχουν αναφερθεί τα δύο πρώτα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του GDPR (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, 2020). Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην έγκαιρη ανίχνευση και αναφορά, ιδίως μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Συνοπτικά, η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι μια πολύπλευρη έννοια που περιλαμβάνει τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, απώλεια ή κοινολόγηση προσωπικών δεδομένων λόγω τόσο ανθρώπινων όσο και τεχνικών αστοχιών. Το ρυθμιστικό τοπίο (Άρθρα 4 και 33 του GDPR) δίνει έμφαση στην ταχεία αναφορά και την λογοδοσία, ωστόσο εξακολουθούν να υφίστανται πρακτικές προκλήσεις στην ανίχνευση, την πρόληψη και τον μετριασμό. Αυτά τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με το εξελισσόμενο τοπίο των απειλών και υπογραμμίζουν τη συνεχή ανάγκη για ισχυρούς οργανωτικούς ελέγχους και ευαισθητοποίηση των χρηστών.